- εὐζωίας
- εὐζωίᾱς , εὐζωίαwell-livingfem acc plεὐζωίᾱς , εὐζωίαwell-livingfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
благожизньѥ — БЛАГОЖИЗНЬ|Ѥ (6), ˫А с. Благоденствие: воси˫аѥть вамъ в будущемъ вѣцѣ. бл҃гожизньѥ и неизреченноѥ възданьѥ. (εὐζωΐας) ФСт XIV, 89в; паки молитсѩ. паки исповѣдаеть грѣхи. и ˫ако же има(т) оугобьзье гл҃ю телесное бл҃гожизнье. (τῆς... εὐζωΐας) Там… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ευζωία — η (ΑΜ εὐζωΐα, Α ποιητ. τ. εὐζῴα και εὐζωά) [εύζωος] καλή, άνετη ζωή, καλοπέραση («μὴ ἔχειν πόρον εὐζωΐας» το να στερείται, να τού λείπουν οι ανέσεις) … Dictionary of Greek
Νίτσε, Φρίντριχ Βίλχελμ — (Friedrich Wilhelm Nietzsche, Ρέκεν, Λίτσεν 1844 – Βαϊμάρη 1900). Γερμανός φιλόσοφος και δοκιμιογράφος. Ξεκίνησε με μεγαλοφυείς και βαθύτατες φιλοσοφικές μελέτες, που του χάρισαν, σε ηλικία μόλις εικοσιπέντε ετών, την έδρα της κλασικής φιλολογίας … Dictionary of Greek